εὔλειμος: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔλειμος:''' -ον, = το επόμ., σε Ευρ. | |lsmtext='''εὔλειμος:''' -ον, = το επόμ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔλειμος:''' Eur. = [[εὐλείμων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = sq., E.Ba.1084 codd. (prob. ὕλιμος).
German (Pape)
[Seite 1078] = Folgdm, Eur. Bacch. 1084, νάπη.
Greek (Liddell-Scott)
εὔλειμος: -ον, τῷ ἑπομ., Εὐρ. Βάκχ. 1084.
Greek Monolingual
εὔλειμος, -ον (Α)
ευλείμων («σῑγα δ' εὔλειμος νάπη φύλλ' εἶχε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -λειμος (< λειμών «λιβάδι»), πρβλ. ευρύ-λειμος].
Greek Monotonic
εὔλειμος: -ον, = το επόμ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔλειμος: Eur. = εὐλείμων.