εὐθυπορία: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(15) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐθυπορία]]) [[ευθύπορος]]<br />η [[πορεία]] σε [[ευθεία]] [[διεύθυνση]]<br /><b>μσν.</b><br />η ενάρετη ζωή<br /><b>αρχ.</b><br />(για ξύλα) η [[ευθύτητα]] στη [[διάταξη]] τών ινών. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐθυπορία]]) [[ευθύπορος]]<br />η [[πορεία]] σε [[ευθεία]] [[διεύθυνση]]<br /><b>μσν.</b><br />η ενάρετη ζωή<br /><b>αρχ.</b><br />(για ξύλα) η [[ευθύτητα]] στη [[διάταξη]] τών ινών. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐθῠπορία:''' ἡ прямой путь, прямолинейное движение Plat., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A straightness of course, Pl.Lg.747a, Arist.Aud.802a30. II straightness of grain in wood, Thphr.HP5.6.2.
German (Pape)
[Seite 1071] ἡ, das Gehen in gerader Richtung, der gerade Weg, Plat. Legg. V, 747 a; Arist. u. Sp. Beim Holze, das Geradeausgehen der Poren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυπορία: ἡ, εὐθύτης πορείας, τὸ κατ’ εὐθεῖαν διεύθυνσιν πορεύεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 747Α, Ἀριστ. περὶ Ἀκουσ. 34. ΙΙ. εὐθύτης πόρων ἐν τοῖς δένδροις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 2.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐθυπορία) ευθύπορος
η πορεία σε ευθεία διεύθυνση
μσν.
η ενάρετη ζωή
αρχ.
(για ξύλα) η ευθύτητα στη διάταξη τών ινών.
Russian (Dvoretsky)
εὐθῠπορία: ἡ прямой путь, прямолинейное движение Plat., Arst.