εὐρώς: Difference between revisions
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
(4) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐρώς:''' -ῶτος, ὁ, σήψη, [[μούχλα]], [[φθορά]], [[αποσύνθεση]], [[σάπισμα]], Λατ. [[situs]], [[squalor]], σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ. | |lsmtext='''εὐρώς:''' -ῶτος, ὁ, σήψη, [[μούχλα]], [[φθορά]], [[αποσύνθεση]], [[σάπισμα]], Λατ. [[situs]], [[squalor]], σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐρώς:''' ῶτος ὁ<br /><b class="num">1)</b> плесень Theocr.;<br /><b class="num">2)</b> перен. гниение, тлен Eur., Plat., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ῶτος, ὁ,
A mould, dank decay, Thgn.452, Simon.4.4, B.Fr.3.8, E.Ion1393, Pl.Ti.84b, Arist.GA784b10, Theoc.4.28, Call.Fr.313, Ph.2.461; εὐρὼς ψυχῆς Plu.2.48c; εὐρῶτι γήρως τὰς τρίχας βεβαμμένος Com.Adesp.53 D.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρώς: -ῶτος, ὁ, «μοῦχλα», ὑγρασία μετὰ σήψεως, σηπεδών, φθορά, Λατ. situs, squalor, Θέογν. 452, Σιμωνίδ. 5. 4, Βακχυλ. Ἀποσπ. 4 13. 11 (ἔκδ. Blass), Εὐρ. Ἴων 1393, Πλάτ. Τίμ. 84Β, πρβλ. μάλιστα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5, 4, 5 κἑξ· εὐρώς ψυχῆς Πλούτ. 2. 48C· ἴδε εὐρώεις.
French (Bailly abrégé)
ῶτος (ἡ) :
moisissure ; saleté, pourriture causée par l’humidité.
Étymologie: cf. εὐρώεις.
Greek Monotonic
εὐρώς: -ῶτος, ὁ, σήψη, μούχλα, φθορά, αποσύνθεση, σάπισμα, Λατ. situs, squalor, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρώς: ῶτος ὁ
1) плесень Theocr.;
2) перен. гниение, тлен Eur., Plat., Arst., Plut.