εὐφιλής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[πολύ]] [[αγαπητός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αγαπάει [[πολύ]], με γεν., στον ίδ.
|lsmtext='''εὐφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[πολύ]] [[αγαπητός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αγαπάει [[πολύ]], με γεν., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐφῐλής:''' <b class="num">1)</b> горячо любящий (τινος Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> горячо любимый, дорогой ([[χείρ]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 21:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφῐλής Medium diacritics: εὐφιλής Low diacritics: ευφιλής Capitals: ΕΥΦΙΛΗΣ
Transliteration A: euphilḗs Transliteration B: euphilēs Transliteration C: effilis Beta Code: eu)filh/s

English (LSJ)

ές,

   A well-loved, χείρ A.Ag.34.    II Act., loving well, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐ. θεῶν Id.Eu.197.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφῐλής: -ές, ὁ λίαν φιλούμενος, εὐφιλῆ χέρα Αἰσχυλ. Ἀγ. 34. ΙΙ. ἐνεργ., λίαν φιλῶν, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐφιλής θεὸς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 197.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui aime beaucoup;
2 bien-aimé.
Étymologie: εὖ, φιλέω.

Greek Monolingual

εὐφιλής, -ές (Α)
1. παθ. αυτός που αγαπιέται πολύ, φίλτατος, αγαπητός
2. ενεργ. αυτός που αγαπά πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φιλής (< φιλείν), πρβλ. δημο-φιλής, προσ-φιλής].

Greek Monotonic

εὐφῐλής: -ές (φιλέω),·
I. πολύ αγαπητός, σε Αισχύλ.
II. αυτός που αγαπάει πολύ, με γεν., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐφῐλής: 1) горячо любящий (τινος Aesch.);
2) горячо любимый, дорогой (χείρ Aesch.).