εὔκισσος: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔκισσος:''' -ον, σκεπασμένος με κισσό, σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔκισσος:''' -ον, σκεπασμένος με κισσό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκισσος:''' весь поросший плющом ([[Ἑλικών]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκισσος Medium diacritics: εὔκισσος Low diacritics: εύκισσος Capitals: ΕΥΚΙΣΣΟΣ
Transliteration A: eúkissos Transliteration B: eukissos Transliteration C: eykissos Beta Code: eu)/kissos

English (LSJ)

ον,

   A ivied, Ἑλικών AP7.407 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1074] epheureich, Ἑλικών Diosc. 25 (VII, 407).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκισσος: -ον, πλήρης κισσοῦ, Ἑλικὼν εὔκισσος Ἀνθ. Π. 7. 407, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau lierre.
Étymologie: εὖ, κισσός.

Greek Monolingual

εὔκισσος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει άφθονο κισσό («Ἑλικὼν εὔκισσος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κισσός.

Greek Monotonic

εὔκισσος: -ον, σκεπασμένος με κισσό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔκισσος: весь поросший плющом (Ἑλικών Anth.).