ζηλωτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζηλωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[γεμάτος]] ζήλο ή ενθουσιασμό για [[κάτι]], σε Αριστ. | |lsmtext='''ζηλωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[γεμάτος]] ζήλο ή ενθουσιασμό για [[κάτι]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζηλωτικός:''' ревностный, полный рвения, страстно стремящийся (περί τι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A emulous, Arist.Rh.1388a36, Ptol.Tetr.167; περί τι Arist.Rh.1388b9; λόγος Ph.1.135.
German (Pape)
[Seite 1139] eifrig, nacheifernd, τινός, Arist. rhet. 2, 11; Phil. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλωτικός: -ή, -όν, πλήρης ζήλου, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1˙ περί τι αὐτόθι 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable d’ardeur, de zèle, d’émulation.
Étymologie: ζηλωτός.
Greek Monolingual
ζηλωτικός, -ή, -όν (AM) ζηλωτής
μσν.
αξιοζήλευτος
αρχ.
1. ο γεμάτος ζήλο, ο ζηλωτής
2. ζηλότυπος, ζηλόφθονος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζηλωτικόν
ο ζήλος.
Greek Monotonic
ζηλωτικός: -ή, -όν, αυτός που είναι γεμάτος ζήλο ή ενθουσιασμό για κάτι, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ζηλωτικός: ревностный, полный рвения, страстно стремящийся (περί τι Arst.).