ζαθερής: Difference between revisions
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζᾰθερής:''' -ές ([[θέρος]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[θερμότητα]], [[καυτός]], [[διάθερμος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ζᾰθερής:''' -ές ([[θέρος]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[θερμότητα]], [[καυτός]], [[διάθερμος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζᾰθερής:''' жаркий, знойный, палящий ([[καῦμα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (θέρος)
A scorching, καῦμα AP6.120 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰθερής: -ές, (θέρος) λίαν καυστικός, διάθερμος, καῦμα Ἀνθ. Π. 6. 120.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très chaud.
Étymologie: ζα-, θέρος.
Greek Monolingual
ζαθερής, -ές (Α)
πολύ θερμός, καυτός, καυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -θερης (< θέρος), πρβλ. ειλη-θερής, ηλιο-θερής].
Greek Monotonic
ζᾰθερής: -ές (θέρος), αυτός που έχει μεγάλη θερμότητα, καυτός, διάθερμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ζᾰθερής: жаркий, знойный, палящий (καῦμα Anth.).