ζῳοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(4)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζῳοποιέω:''' ([[ζῷον]]), μέλ. <i>—ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[παράγω]], [[γεννώ]] ζώα, σε Αριστ., Λουκ. <b>II.ζωο-[[ποιέω]]</b> ([[ζωός]]), κάνω κάποιον ζωντανό, [[παρέχω]] [[ζωή]], [[ζωογονώ]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ζῳοποιέω:''' ([[ζῷον]]), μέλ. <i>—ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[παράγω]], [[γεννώ]] ζώα, σε Αριστ., Λουκ. <b>II.ζωο-[[ποιέω]]</b> ([[ζωός]]), κάνω κάποιον ζωντανό, [[παρέχω]] [[ζωή]], [[ζωογονώ]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ζῳοποιέω:''' <b class="num">1)</b> быть живородящим (αἱ λειμώνιαι ἀράχναι ζῳοποιοῦσιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> животворить, наполнять жизнью (τὰ πάντα NT);<br /><b class="num">3)</b> воскрешать (τοὺς νεκρούς NT); pass. воскресать, оживать NT.
}}
}}

Revision as of 21:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1144] lebende Wesen, Junge hervorbringen, Arist. H. A. 5, 27; Luc. V. H. 1, 22 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
engendrer des êtres vivants.
Étymologie: ζῷον, ποιέω.

Greek Monotonic

ζῳοποιέω: (ζῷον), μέλ. —ήσω,
I. παράγω, γεννώ ζώα, σε Αριστ., Λουκ. II.ζωο-ποιέω (ζωός), κάνω κάποιον ζωντανό, παρέχω ζωή, ζωογονώ, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ζῳοποιέω: 1) быть живородящим (αἱ λειμώνιαι ἀράχναι ζῳοποιοῦσιν Arst.);
2) животворить, наполнять жизнью (τὰ πάντα NT);
3) воскрешать (τοὺς νεκρούς NT); pass. воскресать, оживать NT.