ἡμίθραυστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμίθραυστος:''' -ον ([[θραύω]]), μισοσπασμένος, σε Ευρ., Ανθ. | |lsmtext='''ἡμίθραυστος:''' -ον ([[θραύω]]), μισοσπασμένος, σε Ευρ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμίθραυστος:''' наполовину разбитый, полуразрушенный (λάϊνον [[τύκισμα]] Eur.; [[αὔλιον]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A half-broken, E.HF1096, Lyc.378, AP9.568.5 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 1168] halb zerbrochen; Lycophr. 378; Dioscor. 22 (IX, 568).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίθραυστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθραυσμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1096. Λυκ. 378, Ἀνθ. Π. 9, 568.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié brisé.
Étymologie: ἡμι-, θραύω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίθραυστος, -ον)
κατά το ήμισυ σπασμένος, μισοσπασμένος, μισορραγισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θραυστος (< θραύω), πρβλ. ά-θραυστος, εύ-θραυστος].
Greek Monotonic
ἡμίθραυστος: -ον (θραύω), μισοσπασμένος, σε Ευρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίθραυστος: наполовину разбитый, полуразрушенный (λάϊνον τύκισμα Eur.; αὔλιον Anth.).