ἡμίθραυστος
From LSJ
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
English (LSJ)
ἡμίθραυστον, half-broken, E.HF1096, Lyc.378, AP9.568.5 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 1168] halb zerbrochen; Lycophr. 378; Dioscor. 22 (IX, 568).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié brisé.
Étymologie: ἡμι-, θραύω.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίθραυστος: наполовину разбитый, полуразрушенный (λάϊνον τύκισμα Eur.; αὔλιον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίθραυστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθραυσμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1096. Λυκ. 378, Ἀνθ. Π. 9, 568.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίθραυστος, -ον)
κατά το ήμισυ σπασμένος, μισοσπασμένος, μισορραγισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θραυστος (< θραύω), πρβλ. άθραυστος, εύθραυστος].
Greek Monotonic
ἡμίθραυστος: -ον (θραύω), μισοσπασμένος, σε Ευρ., Ανθ.