ἡδυφωνία: Difference between revisions
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡδυφωνία:''' ἡ, [[γλυκύτητα]] φωνής ή ήχου, σε Βάβρ. | |lsmtext='''ἡδυφωνία:''' ἡ, [[γλυκύτητα]] φωνής ή ήχου, σε Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡδυφωνία:''' ἡ приятный голос, сладкозвучность Babr. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A sweetness of sound, Babr.9.3, Alciphr.3.12, etc.
German (Pape)
[Seite 1155] ἡ, angenehme Stimme, Babr. 9, 3 u. VLL.; σύριγγος, Alciphr. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυφωνία: ἡ, ἡδύτης φωνῆς ἢ ἤχου, Βάβρ. 9. 3· σύριγγος Ἀλκίφρων 3. 12, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voix ou son agréable.
Étymologie: ἡδύφωνος.
Greek Monolingual
ἡδυφωνία, ἡ (AM) ηδύφωνος
η γλυκύτητα της φωνής ή του ήχου («ἡδυφωνία Σειρήνων», Φώτ.).
Greek Monotonic
ἡδυφωνία: ἡ, γλυκύτητα φωνής ή ήχου, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
ἡδυφωνία: ἡ приятный голос, сладкозвучность Babr.