θρέττε: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρέττε:''' τό, στον Αριστοφ., οὐκ [[ἔνι]] μοι τὸ [[θρέττε]], δεν έχω [[θάρρος]]· [[βαρβαρισμός]] αντί τὸ [[θράσος]].
|lsmtext='''θρέττε:''' τό, στον Αριστοφ., οὐκ [[ἔνι]] μοι τὸ [[θρέττε]], δεν έχω [[θάρρος]]· [[βαρβαρισμός]] αντί τὸ [[θράσος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θρέττε:''' τό indecl. шутл. бодрость, смелость: οὐκ [[ἔνι]] μοι τὸ θ. Arph. у меня не хватает духу.
}}
}}

Revision as of 21:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρέττε Medium diacritics: θρέττε Low diacritics: θρέττε Capitals: ΘΡΕΤΤΕ
Transliteration A: thrétte Transliteration B: thrette Transliteration C: thrette Beta Code: qre/tte

English (LSJ)

τό,= τὸ θρασύ, οὐκ ἔνι μοι τὸ θ., barbarism in Ar.Eq.17.

German (Pape)

[Seite 1217] τό, bei Ar. Equ. 17, komisch gebildetes Wort, Schol. θαρσαλέον, Hesych. ἀνδρεῖον, ἔστι δὲ ἀμετάφραστον, Droys. "Vorwärts, mit Anklang an das Trompetenschmettern".

French (Bailly abrégé)

(τό) :
indécl.
hardiesse.
Étymologie: cf. θρασύς.

Greek Monolingual

θρέττε, τὸ (Α)
το θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βαρβαρισμός για το θάρρος].

Greek Monotonic

θρέττε: τό, στον Αριστοφ., οὐκ ἔνι μοι τὸ θρέττε, δεν έχω θάρρος· βαρβαρισμός αντί τὸ θράσος.

Russian (Dvoretsky)

θρέττε: τό indecl. шутл. бодрость, смелость: οὐκ ἔνι μοι τὸ θ. Arph. у меня не хватает духу.