θρεπτέος: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
(5)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρεπτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[τρέφω]], αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θρεπτέον]], αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.
|lsmtext='''θρεπτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[τρέφω]], αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θρεπτέον]], αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θρεπτέος:''' adj. verb. к [[τρέφω]].
}}
}}

Revision as of 21:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρεπτέος Medium diacritics: θρεπτέος Low diacritics: θρεπτέος Capitals: ΘΡΕΠΤΕΟΣ
Transliteration A: threptéos Transliteration B: threpteos Transliteration C: threpteos Beta Code: qrepte/os

English (LSJ)

α, ον, (τρέφω)

   A to be fed, nurtured, metaph., γυμναστικῇ Pl.R.403c.    II θρεπτέον one must feed, keep, Id.Ti.19a, X.Lac.9.5.    2 (from Pass.) ἢ ἐργαστέον ἢ ἀπὸ τῶν εἰργασμένων θρεπτέον one must live on what has been earned, Id.Eq.Mag.8.8.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de τρέφω.

Greek Monotonic

θρεπτέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του τρέφω, αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.
II. 1. θρεπτέον, αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.
2. από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θρεπτέος: adj. verb. к τρέφω.