ἰθυδρόμος: Difference between revisions
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰθυδρόμος:''' [ῑ], -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει σε [[ευθεία]] [[κίνηση]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἰθυδρόμος:''' [ῑ], -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει σε [[ευθεία]] [[κίνηση]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰθῠδρόμος:''' (ῑ) движущийся по прямой линии ([[πρίων]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A straight-running, πρίων AP6.103 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1245] gerade laufend, πρίων, Philpp. 15 (VI, 103).
Greek (Liddell-Scott)
ἰθυδρόμος: ῑ, ον, ὁ ἔχων εὐθεῖαν κίνησιν, πρίων Ἀνθ. Π. 6. 103· - οὐσιαστ. ἰθυδρομία, ἡ, ἰθ. τῶν πόρων Ἑρμῆς Τρισμέγ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court en droite ligne.
Étymologie: ἰθύς, δραμεῖν.
Greek Monolingual
ἰθυδρόμος, -ον (Α)
ευθυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. ημερο-δρόμος, πελαγο-δρόμος.
Greek Monotonic
ἰθυδρόμος: [ῑ], -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει σε ευθεία κίνηση, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰθῠδρόμος: (ῑ) движущийся по прямой линии (πρίων Anth.).