ἰδιόμορφος: Difference between revisions
Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰδιόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει περίεργη [[μορφή]], ιδιαίτερη [[μορφή]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἰδιόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει περίεργη [[μορφή]], ιδιαίτερη [[μορφή]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰδιόμορφος:''' своеобразный, т. е. необыкновенный, невиданный (θηρίων χάσματα ἰδιόμορφα Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of peculiar form, Thphr.HP9.13.6, Str.4.6.10, Plu.Mar.25.
German (Pape)
[Seite 1236] von besonderer, eigener Gestalt; ζῷον Strab. IV, 207; Plut. Mar. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιόμορφος: -ον, ἔχων ἰδίαν μορφήν, Στράβ. 207, Πλουτ. Μάρ. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une forme particulière.
Étymologie: ἴδιος, μορφή.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι ζῷον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ-μορφος, τερατό-μορφος].
Greek Monotonic
ἰδιόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει περίεργη μορφή, ιδιαίτερη μορφή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιόμορφος: своеобразный, т. е. необыкновенный, невиданный (θηρίων χάσματα ἰδιόμορφα Plut.).