ἱεροφαντία: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱεροφαντία:''' ἡ, [[αξίωμα]] του ιεροφάντη, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἱεροφαντία:''' ἡ, [[αξίωμα]] του ιεροφάντη, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱεροφαντία:''' ἡ тж. pl. должность или сан иерофанта Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A office of hierophant, Plu.Alc.34, Luc.Alex.38 (pl.), Theo Sm.p.15 H.
German (Pape)
[Seite 1243] ἡ, das Amt des Hierophanten, Plut. Alc. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροφαντία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱεροφάντου, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34. 2) ἡ ἀποκάλυψις ἱερῶν πραγμάτων, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 112C, 1216C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ministère de l’hiérophante.
Étymologie: ἱεροφάντης.
Greek Monolingual
ἱεροφαντία, ἡ (Α) ιεροφάντης
το αξίωμα και το έργο του ιεροφάντη.
Greek Monotonic
ἱεροφαντία: ἡ, αξίωμα του ιεροφάντη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἱεροφαντία: ἡ тж. pl. должность или сан иерофанта Plut.