ἰλλός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(17)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴλλος]], ο (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> [[οφθαλμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το επίθ. [[ἰλλός]] «[[αλλήθωρος]]»].
|mltxt=[[ἴλλος]], ο (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> [[οφθαλμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το επίθ. [[ἰλλός]] «[[αλλήθωρος]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰλλός:''' ὁ косоглазый: ἰ. [[γεγένημαι]] προσδοκῶν ὁ δ᾽ [[οὐδέπω]] Arph. ожидая (Эврипида), я проглядел все глаза (досл. чуть глаз не скосил), а его все нет.
}}
}}

Revision as of 22:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰλλός Medium diacritics: ἰλλός Low diacritics: ιλλός Capitals: ΙΛΛΟΣ
Transliteration A: illós Transliteration B: illos Transliteration C: illos Beta Code: i)llo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἴλλω)

   A squinting (acc. to Moer., Att. for στραβός) , ἰ. γεγενῆσθαι to get a squint, Ar.Th.846: Comp. ἰλλότερος Sophr.158, cf. Gal.17(1).680.

German (Pape)

[Seite 1251] ὁ, der die Augen verdreht, schielt; ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν Ar. Thesm. 846, wie wir sagen "ich habe mich fast blind gesehen"; nach Moeris att. für das hellenistische στραβός. Schol. Ar. führt aus Sophron auch ἰλλότερος an.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλλός: ὁ, (ἴλλω) ἀλλοίθωρος (κατὰ τὸν Μοῖρ. «ἰλλόν, Ἀττικῶς. στραβόν, Ἑλληνικῶς), ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν, «ἀπὸ τὸ κύττα, κύττα νὰ τὸν περιμένω στράβωσαν τὰ «μάτια μου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 846. - Συγκρ. ἰλλότερος, ἰλλοτέρα τᾶν κορωνᾶν Σώφρων παρὰ τῷ Σχολιαστῇ εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 846.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
louche (propr. qui tourne les yeux).
Étymologie: ἴλλω.

Greek Monolingual

ἰλλός, ὁ (Α)
ο αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλλω «στρέφω, γυρίζω» — μαρτυρείται και θηλ. ἰλλίς σε γλώσσα του Ησύχ. ἰλλίς
στρεβλή, διεστραμμένη. Η λ. ἰλλός έχει συγκριτικό βαθμό ἰλλότερος, ενώ από αυτήν σχηματίστηκαν κύρια ον.: Ἰλλεύς, Fίλλων.
ΠΑΡ. αρχ. ιλλαίνω, ιλλίζω, ιλλώδης, ιλλώπτω].

Greek Monolingual

ἴλλος, ο (Α)
ιων. τ. οφθαλμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ἰλλός «αλλήθωρος»].

Russian (Dvoretsky)

ἰλλός: ὁ косоглазый: ἰ. γεγένημαι προσδοκῶν ὁ δ᾽ οὐδέπω Arph. ожидая (Эврипида), я проглядел все глаза (досл. чуть глаз не скосил), а его все нет.