κάδ: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάδ:''' Επικ. αντί κατά [[πριν]] από το <i>δ</i>, <i>κὰδ δώματα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κὰδ δύναμιν</i>, σε Ησίοδ.· <i>κὰδ δ' ἔβαλε</i>, με [[τμήση]] αντί <i>κατέβαλε δέ</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''κάδ:''' Επικ. αντί κατά [[πριν]] από το <i>δ</i>, <i>κὰδ δώματα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κὰδ δύναμιν</i>, σε Ησίοδ.· <i>κὰδ δ' ἔβαλε</i>, με [[τμήση]] αντί <i>κατέβαλε δέ</i>, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάδ:''' эп.-дор. = [[κατά]] перед начальной δ следующего слова: [[κάδ]] δύναμιν Hes. (= κατὰ δύναμιν) в меру возможности. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. for κατά before δ
A, κὰδ δώματα Od.4.72; κ. δύναμιν Hes. Op.336; before δέ, Il.2.160, etc.; κ. δ' ἔβαλε by tmesis for κατέβαλε δέ, Od.4.344.
Greek (Liddell-Scott)
κάδ: Ἐπικ. ἀντὶ κατὰ πρὸ τοῦ δ, κὰδ δώματα Ὀδ. Δ. 72· κὰδ δύναμιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 334· ἀλλαχοῦ πρὸ τοῦ δέ, Ἰλ. Β. 160, κτλ.· κάδ’ δ’ ἔβαλε, κατὰ τμῆσιν ἀντὶ τοῦ κατέβαλε δέ, Ὀδ. Δ. 344· πρβλ. καβαίνω, κάζελε, καυάξαις.
French (Bailly abrégé)
par apocope et assimilation poét. pour κατά devant un δ : κὰδ δέ, κὰδ δύναμιν.
English (Autenrieth)
see κατά.
Greek Monotonic
κάδ: Επικ. αντί κατά πριν από το δ, κὰδ δώματα, σε Ομήρ. Οδ.· κὰδ δύναμιν, σε Ησίοδ.· κὰδ δ' ἔβαλε, με τμήση αντί κατέβαλε δέ, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
κάδ: эп.-дор. = κατά перед начальной δ следующего слова: κάδ δύναμιν Hes. (= κατὰ δύναμιν) в меру возможности.