καλότης: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλότης]], ἡ (Α) [[καλός]]<br />(μτγν. τ. πλασμένος από τον Στωικό Χρύσιππο) [[κάλλος]], [[καλλονή]]. | |mltxt=[[καλότης]], ἡ (Α) [[καλός]]<br />(μτγν. τ. πλασμένος από τον Στωικό Χρύσιππο) [[κάλλος]], [[καλλονή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰλότης:''' ητος ἡ красота [[Chrysippus]] ap. Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A = κάλλος, beauty, a word formed by Chrysipp.Stoic.3.60.
German (Pape)
[Seite 1314] ητος, ἡ, = κάλλος, von Chrysippus gebildetes Wort, Plut. de virt. mor. 2.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλότης: -ητος, ἡ, = κάλλος, καλλονή, λέξις σχηματισθεῖσα ὑπὸ Χρυσίππου, Πλούτ. 2. 441Β· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 350.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
beauté.
Étymologie: καλός.
Greek Monolingual
καλότης, ἡ (Α) καλός
(μτγν. τ. πλασμένος από τον Στωικό Χρύσιππο) κάλλος, καλλονή.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλότης: ητος ἡ красота Chrysippus ap. Plut.