κατάθελξις: Difference between revisions
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατάθελξις:''' -εως, ἡ, μαγικό [[τέχνασμα]], [[μαγεία]], σε Λουκ. | |lsmtext='''κατάθελξις:''' -εως, ἡ, μαγικό [[τέχνασμα]], [[μαγεία]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάθελξις:''' εως ἡ заколдовывание, заклинание (τῶν ἑρπετῶν Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A enchantment, Luc.Philops.9.
German (Pape)
[Seite 1349] ἡ, Bezauberung, Besänftigung, τῶν ἑρπετῶν Luc. Philops. 9.
Greek (Liddell-Scott)
κατάθελξις: -εως, ἡ, μάγευμα, Λουκ. Φιλοψ. 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de charmer, de fasciner.
Étymologie: καταθέλγω.
Greek Monotonic
κατάθελξις: -εως, ἡ, μαγικό τέχνασμα, μαγεία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κατάθελξις: εως ἡ заколдовывание, заклинание (τῶν ἑρπετῶν Luc.).