κατάκισσος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάκισσος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλυφθεί με κισσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κισσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κισσός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαλακό</i>-<i>κισσος</i>, [[χαμαί]]-<i>κισσος</i>].
|mltxt=[[κατάκισσος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλυφθεί με κισσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κισσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κισσός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαλακό</i>-<i>κισσος</i>, [[χαμαί]]-<i>κισσος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάκισσος:''' весь обвитый плющом (πλόκαμοι Anacr.).
}}
}}

Revision as of 22:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκισσος Medium diacritics: κατάκισσος Low diacritics: κατάκισσος Capitals: ΚΑΤΑΚΙΣΣΟΣ
Transliteration A: katákissos Transliteration B: katakissos Transliteration C: katakissos Beta Code: kata/kissos

English (LSJ)

ον,

   A ivy-wreathed, Anacreont.41.5.

German (Pape)

[Seite 1353] ganz dicht mit Epheu umwunden, πλόκαμοι Anacr. 41, 5.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκισσος: -ον, ἐστεμμένος, κεκαλυμμένος μὲ κισσόν· πλόκαμοι κ. Ἀνακρεόντ. 44. 5.

Greek Monolingual

κατάκισσος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλυφθεί με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κισσος (< κισσός), πρβλ. μαλακό-κισσος, χαμαί-κισσος].

Russian (Dvoretsky)

κατάκισσος: весь обвитый плющом (πλόκαμοι Anacr.).