καταγνάμπτω: Difference between revisions
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταγνάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[κάμπτω]], [[λυγίζω]], σε Ανθ. | |lsmtext='''καταγνάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[κάμπτω]], [[λυγίζω]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταγνάμπτω:''' гнуть, склонять (λόφον αὐχήεντα Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A bend down, AP4.3b.5 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1343] beugen, λόφον τενόντων Agath. prooem. 51 (IV, 3).
Greek (Liddell-Scott)
καταγνάμπτω: κατακάπτω, ‘Ανθ. Π. 4. 3, 51.
French (Bailly abrégé)
courber, recourber.
Étymologie: κατά, γνάμπτω.
Greek Monolingual
καταγνάμπτω (Α)
κατακάμπτω, κάνω κάτι να λυγίσει εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γνάμπτω «κάμπτω»].
Greek Monotonic
καταγνάμπτω: μέλ. -ψω, κάμπτω, λυγίζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καταγνάμπτω: гнуть, склонять (λόφον αὐχήεντα Anth.).