κατάπλεως: Difference between revisions

From LSJ

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάπλεως:''' -ων, γεν. <i>-ω</i>, Αττ. αντί [[κατάπλεος]].
|lsmtext='''κατάπλεως:''' -ων, γεν. <i>-ω</i>, Αττ. αντί [[κατάπλεος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάπλεως:''' 2, v. l. [[κατάπλεος]] 2 и 3 переполненный, изобилующий (ὀργάνων παντοδαπῶν Plut.): πολλῶν ἀκοντισμάτων κ. Plut. пронзенный множеством копий; κ. γῆς καὶ αἵματος Xen. весь в земле (грязи) и в крови.
}}
}}

Revision as of 22:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλεως Medium diacritics: κατάπλεως Low diacritics: κατάπλεως Capitals: ΚΑΤΑΠΛΕΩΣ
Transliteration A: katápleōs Transliteration B: katapleōs Transliteration C: katapleos Beta Code: kata/plews

English (LSJ)

ων, gen. ω, Att. for κατάπλεος.

German (Pape)

[Seite 1370] s. κατάπλεος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλεως: -ων, γεν. -ω, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ κατάπλεος.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
plein de, rempli de, gén..
Étymologie: κατά, πλέως.

Greek Monolingual

κατάπλεως, -ων (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατάπλεος.

Greek Monotonic

κατάπλεως: -ων, γεν. , Αττ. αντί κατάπλεος.

Russian (Dvoretsky)

κατάπλεως: 2, v. l. κατάπλεος 2 и 3 переполненный, изобилующий (ὀργάνων παντοδαπῶν Plut.): πολλῶν ἀκοντισμάτων κ. Plut. пронзенный множеством копий; κ. γῆς καὶ αἵματος Xen. весь в земле (грязи) и в крови.