καταλαμπτέος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταλαμπτέος:''' -α, -ον, Ιων. αντί [[καταληπτέος]], αυτός που πρέπει να αναχαιτισθεί, να εμποδισθεί, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''καταλαμπτέος:''' -α, -ον, Ιων. αντί [[καταληπτέος]], αυτός που πρέπει να αναχαιτισθεί, να εμποδισθεί, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταλαμπτέος:''' ион. = [[καταληπτέος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, Ion. for καταληπτέος,
A to be arrested, θανάτῳ by death, Hdt.3.127.
Greek (Liddell-Scott)
καταλαμπτέος: -α, -ον, Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταληπτέος, ὃν πρέπει νὰ καταλάβῃ ἢ σταματήσῃ τις, θανάτῳ, διὰ θανάτου, Ἡρόδ. 3. 127.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. ion. c. καταληπτέος.
Greek Monotonic
καταλαμπτέος: -α, -ον, Ιων. αντί καταληπτέος, αυτός που πρέπει να αναχαιτισθεί, να εμποδισθεί, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
καταλαμπτέος: ион. = καταληπτέος.