κατάμομφος: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατάμομφος:''' -ον ([[καταμέμφομαι]]), αξιοκατάκριτος, [[δυσμενής]], [[δυσοίωνος]], [[κακότυχος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κατάμομφος:''' -ον ([[καταμέμφομαι]]), αξιοκατάκριτος, [[δυσμενής]], [[δυσοίωνος]], [[κακότυχος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάμομφος:''' достойный порицания, дурной, тягостный (φάσματα Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A liable to blame, inauspicious, A.Ag.145 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1364] dem Tadel unterworfen, tadelhaft, φάσματα Aesch. Ag. 143.
Greek (Liddell-Scott)
κατάμομφος: -ον, κατάμεμπτος, ἄξιος μομφῆς, δυσοίωνος, κατάμομφα φάσματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 145.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
blâmable ; fâcheux.
Étymologie: κατά, μέμφομαι.
Greek Monolingual
κατάμομφος, -ον (Α)
1. άξιος μομφής
2. δυσοίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -μομφος (< μομφή < μέμφομαι), πρβλ. ά-μομφος, επί-μομφος].
Greek Monotonic
κατάμομφος: -ον (καταμέμφομαι), αξιοκατάκριτος, δυσμενής, δυσοίωνος, κακότυχος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κατάμομφος: достойный порицания, дурной, тягостный (φάσματα Aesch.).