κατασοβέω: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(6_2) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασοβέω''': [[καταδιώκω]], διεγείρων φόβον, τοὺς ὄρνιθας Ἀριστ. π. Θαυμασ. 118. 2· καταδιώκων ὠθῶ εἰς…, πέρδικα τιθασὸν εἰς τὸ [[φρέαρ]] κ. Παρθέν. 14. | |lstext='''κατασοβέω''': [[καταδιώκω]], διεγείρων φόβον, τοὺς ὄρνιθας Ἀριστ. π. Θαυμασ. 118. 2· καταδιώκων ὠθῶ εἰς…, πέρδικα τιθασὸν εἰς τὸ [[φρέαρ]] κ. Παρθέν. 14. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασοβέω:''' спугивать, прогонять (τοὺς ὄρνιθας Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A frighten away, scare, τοὺς ὄρνιθας Arist.Mir.841b22; drive down, εἰς βαθὺ φρέαρ Parth.14.3.
German (Pape)
[Seite 1380] hinab-, verscheuchen, πέρδικα εἰς φρέαρ Parthen. 14; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κατασοβέω: καταδιώκω, διεγείρων φόβον, τοὺς ὄρνιθας Ἀριστ. π. Θαυμασ. 118. 2· καταδιώκων ὠθῶ εἰς…, πέρδικα τιθασὸν εἰς τὸ φρέαρ κ. Παρθέν. 14.
Russian (Dvoretsky)
κατασοβέω: спугивать, прогонять (τοὺς ὄρνιθας Arst.).