καταπίμπλημι: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταπίμπλημι:''' μέλ. <i>-πλήσω</i>, [[γεμίζω]] εντελώς με [[κάτι]], με γεν., σε Πλάτ. | |lsmtext='''καταπίμπλημι:''' μέλ. <i>-πλήσω</i>, [[γεμίζω]] εντελώς με [[κάτι]], με γεν., σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπίμπλημι:''' (fut. καταπλήσω) наполнять, переполнять, преисполнять (τινὰ φρονήματος Plut.; καταπιμπλάμενος ἀνομίας Plat.): ὄμβρων ἐπιγενομένων, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς (acc. relat.) Plut. в связи с наступившими ливнями их палатки наполнились грязью. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A fill quite full, dub. l. in Lync.1.16. II c. acc. et gen., fill full of, κ. [τινὰ] φρονήματος Plu.2.715a; βίον πολέμων Ph. 1.411, cf. 2.558:—Pass., καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Pl.R.496d: also c. dat., ἡδύσμασιν . . καταπεπλησμέν' Antiph.183.4:—Med., πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς their own tents, Plu.Brut.47.
German (Pape)
[Seite 1369] (s. πίμπλημι), ganz anfüllen; Ath. IV, 132 b; τινά τινος, Einen womit, Plut. Symp. 7, 10, 1; im med., ὁρῶν τοὺς ἄλλους καταπιμπλαμένους ἀνομίας Plat. Rep. VI, 496 d, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς, ihre Zelte, Plut. Brut. 47.
Greek (Liddell-Scott)
καταπίμπλημι: μέλλ. -πλήσω, ἐντελῶς γεμίζω (κατέπλησα τὸ χεῖλος, οὐκ ἐνέπλησα δέ, ἔνθα τὸ ἐνέπλησα ἰσχυρότερον, μέχρι κόρου ἐπλήρωσα), Ἀθήν. 132Β· τινά τινος, κ. τινα φρονήματος Πλουτ. Ἠθ. 715Α· μέσ. καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Πλάτ. Πολ. 496Β· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ἡδύσμασιν καταπεπλησμένα Ἀντιφ. ἐν «Παρασ.» 5. 4, κατεπίμπλαντο πηλοῦ τὰς σκηνὰς τὰς ἑαυτῶν σκηνάς.
French (Bailly abrégé)
f. καταπλήσω;
remplir entièrement, combler;
Moy. καταπίμπλαμαι m. sign.
Étymologie: κατά, πίμπλημι.
Greek Monolingual
καταπίμπλημι (Α)
(επιτ. τ. του πίμπλημι) γεμίζω εντελώς, είμαι εντελώς γεμάτος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πίμπλημι «γεμίζω»].
Greek Monotonic
καταπίμπλημι: μέλ. -πλήσω, γεμίζω εντελώς με κάτι, με γεν., σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καταπίμπλημι: (fut. καταπλήσω) наполнять, переполнять, преисполнять (τινὰ φρονήματος Plut.; καταπιμπλάμενος ἀνομίας Plat.): ὄμβρων ἐπιγενομένων, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς (acc. relat.) Plut. в связи с наступившими ливнями их палатки наполнились грязью.