κλαδίσκος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλᾰδίσκος:''' ὁ, υποκορ. του επόμ., σε Ανακρεόν.
|lsmtext='''κλᾰδίσκος:''' ὁ, υποκορ. του επόμ., σε Ανακρεόν.
}}
{{elru
|elrutext='''κλᾰδίσκος:''' ὁ Anacr. demin. к [[κλάδιον]].
}}
}}

Revision as of 23:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾰδίσκος Medium diacritics: κλαδίσκος Low diacritics: κλαδίσκος Capitals: ΚΛΑΔΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kladískos Transliteration B: kladiskos Transliteration C: kladiskos Beta Code: kladi/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κλάδος, Gal.12.35, Anacreont.18.4.

German (Pape)

[Seite 1445] ὁ, dasselbe; Anacr. 67, 13; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἀνακρεόντ. 18. 4.

Greek Monolingual

ο (Α κλαδίσκος)
μικρός κλάδος, κλαδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. τροχ-ίσκος, υπαλληλίσκος)].

Greek Monotonic

κλᾰδίσκος: ὁ, υποκορ. του επόμ., σε Ανακρεόν.

Russian (Dvoretsky)

κλᾰδίσκος: ὁ Anacr. demin. к κλάδιον.