κλίνειος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κλίνειος:''' -α, -ον, αυτός που αναφέρεται στα κρεβάτια, σε Δημ. | |lsmtext='''κλίνειος:''' -α, -ον, αυτός που αναφέρεται στα κρεβάτια, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλίνειος:''' (λῑ) относящийся к кровати (ξύλα Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A of or for beds, ξύλα D.27.10.
German (Pape)
[Seite 1453] zum Lager gehörig, ξύλα κλίνεια Dem. 27, 10, woraus κλῖναι gemacht werden.
Greek (Liddell-Scott)
κλίνειος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην, ξύλα κλίνεια Δημ. 816. 19.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de lit.
Étymologie: κλίνη.
Greek Monolingual
κλίνειος, -εία, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλίνη («ξύλα κλίνει' εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα -ειος (πρβλ. κήπ-ειος, λεόντ-ειος)].
Greek Monotonic
κλίνειος: -α, -ον, αυτός που αναφέρεται στα κρεβάτια, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κλίνειος: (λῑ) относящийся к кровати (ξύλα Dem.).