κλίνειος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, of or for beds, ξύλα D.27.10.
German (Pape)
[Seite 1453] zum Lager gehörig, ξύλα κλίνεια Dem. 27, 10, woraus κλῖναι gemacht werden.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de lit.
Étymologie: κλίνη.
Russian (Dvoretsky)
κλίνειος: (λῑ) относящийся к кровати (ξύλα Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
κλίνειος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην, ξύλα κλίνεια Δημ. 816. 19.
Greek Monolingual
κλίνειος, -εία, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλίνη («ξύλα κλίνει' εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα -ειος (πρβλ. κήπειος, λεόντειος)].
Greek Monotonic
κλίνειος: -α, -ον, αυτός που αναφέρεται στα κρεβάτια, σε Δημ.
Middle Liddell
κλίνειος, η, ον
of or for beds, Dem. [from κλῑ́νη]