κρόκινος: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρόκῐνος:''' -η, -ον ([[κρόκος]]), αυτός που προέρχεται από κροκό, σε Ανθ. | |lsmtext='''κρόκῐνος:''' -η, -ον ([[κρόκος]]), αυτός που προέρχεται από κροκό, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρόκῐνος:''' шафранный ([[μύρον]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A of or made from saffron, μύρα AP11.34 (Phld.), cf. Thphr.Od.27, Plb. 30.26.1, Apollon. ap. Gal.12.475, Aret.CA1.6; τὸ κ. LXX Pr.7.17, Dsc.1.54. 2 yellow, Stratt.69, Thphr.HP1.13.1, 3.4.5, POxy. 1679.5 (iii A. D.), Democr.Eph. ap. Ath.12.525c:—the form κρόκιος in Artem.1.77 is corrupt.
Greek (Liddell-Scott)
κρόκῐνος: -η, -ον, (κρόκος) ἀνήκων εἰς τὸν κρόκον, ἄνθος Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 1. 13, 1., 3. 4, 5. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κρόκου, μύρον Ἀνθ. Π. 11. 34, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 27· τὸ κρ. Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 17) 3) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κρόκου, Δημόκρ. Ἐφέσ. παρ’ Ἀθην. 525C· ― ὁ τύπος κρόκιος, ἐν Ἀντικλείδ. αὐτόθι 473C, Ἀρτεμ. 1. 77, φαίνεται ἐφθαρμένος.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 de safran;
2 fait avec du safran ; τὸ κρόκινον (μύρον) espèce de safran;
3 teint avec du safran.
Étymologie: κρόκος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κρόκινος, -ίνη, -ον) κρόκος
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος
2. αυτός που παρασκευάζεται από κρόκο
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η κροκίνη (βιοχ.) ετεροζίτης που αποτελεί την κύρια χρωστική της ζαφοράς.
Greek Monotonic
κρόκῐνος: -η, -ον (κρόκος), αυτός που προέρχεται από κροκό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κρόκῐνος: шафранный (μύρον Anth.).