κυαμίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(22)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυαμίζω]] (Α) [[κύαμος]]<br />(για κορίτσια) βρίσκομαι σε [[ηλικία]] γάμου, [[ενηλικιώνομαι]].
|mltxt=[[κυαμίζω]] (Α) [[κύαμος]]<br />(για κορίτσια) βρίσκομαι σε [[ηλικία]] γάμου, [[ενηλικιώνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κυᾰμίζω:''' [[κύαμος]] 3] (о девушках) достигать зрелости, созревать Arph.
}}
}}

Revision as of 23:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰμίζω Medium diacritics: κυαμίζω Low diacritics: κυαμίζω Capitals: ΚΥΑΜΙΖΩ
Transliteration A: kyamízō Transliteration B: kyamizō Transliteration C: kyamizo Beta Code: kuami/zw

English (LSJ)

   A to be ripe for marriage (cf. κύαμος 111), Ar.Fr.582.

German (Pape)

[Seite 1521] mannbar werden, vom Mädchen, Ar. frg. 500. S. κύαμος u. κυάμιστος.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰμίζω: εἶμαι ἐν ἡλικίᾳ γάμου (πρβλ. κύαμος v), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 500.

Greek Monolingual

κυαμίζω (Α) κύαμος
(για κορίτσια) βρίσκομαι σε ηλικία γάμου, ενηλικιώνομαι.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰμίζω: κύαμος 3] (о девушках) достигать зрелости, созревать Arph.