κυμοδέγμων: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῡμοδέγμων:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που συναντά τα κύματα, σε Ευρ. | |lsmtext='''κῡμοδέγμων:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που συναντά τα κύματα, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῡμοδέγμων:''' 2, gen. ονος принимающий на себя удары волн ([[ἀκτή]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A receiving or meeting the waves, ἀκτή E. Hipp.1173.
German (Pape)
[Seite 1531] ἀκτή, die Fluth empfangend, aufnehmend, Eur. Hipp. 1173.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμοδέγμων: -ον, ἐπὶ θαλασσίας ἀκτῆς, ἡ δεχομένη τὰ κύματα, ἀκτὴ Εὐρ. Ἱππ. 1173.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui reçoit les flots, baigné par les flots.
Étymologie: κῦμα, δέχομαι.
Greek Monolingual
κυμοδέγμων, κυμόδεγμον, -όνος (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτῆς κυμοδαίγμονος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο-δέγμων, οικο-δέγμων].
Greek Monotonic
κῡμοδέγμων: -ον (δέχομαι), αυτός που συναντά τα κύματα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κῡμοδέγμων: 2, gen. ονος принимающий на себя удары волн (ἀκτή Eur.).