Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυνοκλόπος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνοκλόπος:''' -ον ([[κλέπτω]]), αυτός που κλέβει σκύλους, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κῠνοκλόπος:''' -ον ([[κλέπτω]]), αυτός που κλέβει σκύλους, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνοκλόπος:''' ὁ собакокрад (ирон. эпитет Геракла, вытащившего из Аида на поверхность земли Кербера) Arph.
}}
}}

Revision as of 23:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοκλόπος Medium diacritics: κυνοκλόπος Low diacritics: κυνοκλόπος Capitals: ΚΥΝΟΚΛΟΠΟΣ
Transliteration A: kynoklópos Transliteration B: kynoklopos Transliteration C: kynoklopos Beta Code: kunoklo/pos

English (LSJ)

ὁ,

   A dog-stealer, Ar. Ra.605.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοκλόπος: -ον, ὁ κλέπτων κύνας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 605.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voleur de chien.
Étymologie: κύων, κλέπτω.

Greek Monolingual

κυνοκλόπος, -ον (Α)
αυτός που κλέβει σκύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. βοο-κλόπος, φρενο-κλόπος].

Greek Monotonic

κῠνοκλόπος: -ον (κλέπτω), αυτός που κλέβει σκύλους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοκλόπος: ὁ собакокрад (ирон. эпитет Геракла, вытащившего из Аида на поверхность земли Кербера) Arph.