κύκνοψις: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κύκνοψις:''' -εως, ὁ, ἡ, όμοιος με κύκνο, σε Ανθ. | |lsmtext='''κύκνοψις:''' -εως, ὁ, ἡ, όμοιος με κύκνο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κύκνοψις:''' εως adj. похожий на лебедя Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:19, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A swan-like, AP11.345.
German (Pape)
[Seite 1528] von Schwanenangesicht, Pallad. (XI, 345).
Greek (Liddell-Scott)
κύκνοψις: -εως, ὁ, ἡ, ὅμοιος κύκνῳ Ἀνθ. Π. 11. 345.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
voc. κύκνοψι;
à figure de cygne.
Étymologie: κύκνος, ὄψις.
Greek Monolingual
κύκνοψις, -εως, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μοιάζει με κύκνο, που έχει όψη κύκνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -οψις (< ὄψις), πρβλ. γαλή-οψις, λύκ-οψις].
Greek Monotonic
κύκνοψις: -εως, ὁ, ἡ, όμοιος με κύκνο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κύκνοψις: εως adj. похожий на лебедя Anth.