κυνοκοπέω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνοκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόπτω]]), [[χτυπώ]] όπως έναν [[σκύλο]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κῠνοκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόπτω]]), [[χτυπώ]] όπως έναν [[σκύλο]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνοκοπέω:''' бить как собаку (τὸ νῶτόν τινος Arph.).
}}
}}

Revision as of 23:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοκοπέω Medium diacritics: κυνοκοπέω Low diacritics: κυνοκοπέω Capitals: ΚΥΝΟΚΟΠΕΩ
Transliteration A: kynokopéō Transliteration B: kynokopeō Transliteration C: kynokopeo Beta Code: kunokope/w

English (LSJ)

   A beat like a dog, Id.Eq.289.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοκοπέω: ξυλοκοπῶ ὡς νὰ κτυπῶ σκύλλον, κυνοκοπήσω σου τὸ νῶτον Ἀριστοφ. Ἱππ. 289.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
battre comme on fait d’un chien.
Étymologie: κύων, κόπτω.

Greek Monotonic

κῠνοκοπέω: μέλ. -ήσω (κόπτω), χτυπώ όπως έναν σκύλο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοκοπέω: бить как собаку (τὸ νῶτόν τινος Arph.).