λάγιον: Difference between revisions
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λάγιον:''' τό, υποκορ. του [[λαγώς]], [[λαγουδάκι]], σε Ξεν. | |lsmtext='''λάγιον:''' τό, υποκορ. του [[λαγώς]], [[λαγουδάκι]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λάγιον:''' (ᾰ) τό зайчонок Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ] (not λαγίον, EM451.20), τό, Dim. of λαγώς,
A leveret, X. Cyn.5.13. II [ᾰ or ᾱ?] a kind of cup or vase, Inscr.Deélos399 B 149, 461 Bb40, al. (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 3] τό, dim. von λαγώς, Häschen, Xen. Cyn. 5, 13; Poll. 5, 15.
Greek (Liddell-Scott)
λάγιον: (οὐχὶ λαγίον, Ἐτυμ. Μέγ.), τό, ὑποκορ. τοῦ λαγώς, λαγιδεύς, Ξεν. Κυν. 5, 13.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
levreau.
Étymologie: λαγός.
Greek Monolingual
λάγιον, τὸ (Α) λαγώς
1. λαγουδάκι
2. επιγρ. είδος ποτηριού ή αγγείου.
Greek Monotonic
λάγιον: τό, υποκορ. του λαγώς, λαγουδάκι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
λάγιον: (ᾰ) τό зайчонок Xen.