λαῖμα: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λαῖμα:''' -ατος, τό, πιθ. όπως το [[λαιμός]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''λαῖμα:''' -ατος, τό, πιθ. όπως το [[λαιμός]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λαῖμα:''' ατος τό предполож. кровь, по по друг. - принесение в жертву (Arph. - v. l. [[λαῖγμα]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:26, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, dub. in Ar.Av.1563 (λαῖτμα cod. Ven., λαῖγμα (cf. λαίγματα) Bentley).
German (Pape)
[Seite 7] τό, = λῆμα, mit Anspielung auf λαιμός u. αἷμα, Ar. Av. 1559; doch schwankt die Lesart u. die Erkl.
Greek (Liddell-Scott)
λαῖμα: τό, ἄδηλός τις λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1563· τὸ Ἑνετ. Ἀντίγραφ. λαῖτμα, ὅθεν ὁ Bentl. διώρθωσε λαῖγμα, θυσία, θῦμα (ἴδε λαῖγμα).
Greek Monolingual
τα
βλ. λαιμός.
Greek Monotonic
λαῖμα: -ατος, τό, πιθ. όπως το λαιμός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λαῖμα: ατος τό предполож. кровь, по по друг. - принесение в жертву (Arph. - v. l. λαῖγμα).