κυνόμυια: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠνόμυια:''' ἡ = [[κυνάμυια]], σε Ανθ., Λουκ. | |lsmtext='''κῠνόμυια:''' ἡ = [[κυνάμυια]], σε Ανθ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠνόμυια:''' ἡ Luc., Anth. = [[κυνάμυια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:27, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A v. κυνάμυια. II = ψύλλιον, Dsc.4.69.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόμυια: ἡ, ἴδε κυνάμυια.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. κυνάμυια.
Greek Monolingual
κυνόμυια, ἡ (Α)
1. κυνάμυια
2. το φυτό ψύλλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + μυῖα «μύγα» (πρβλ. χαλκό-μυια)].
Greek Monotonic
κῠνόμυια: ἡ = κυνάμυια, σε Ανθ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κῠνόμυια: ἡ Luc., Anth. = κυνάμυια.