λεῖμμα: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λεῖμμα:''' -ατος, τό, = [[λείψανον]], σε Πλούτ.· <i>τοῦ παιδὸς τὰ λείμματα</i>, ό,τι απέμεινε από αυτόν, απομεινάρια του, λείψανα, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''λεῖμμα:''' -ατος, τό, = [[λείψανον]], σε Πλούτ.· <i>τοῦ παιδὸς τὰ λείμματα</i>, ό,τι απέμεινε από αυτόν, απομεινάρια του, λείψανα, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεῖμμα:''' ατος τό [[λείπω]]<br /><b class="num">1)</b> оставшаяся часть, остаток Her., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> часть, (несколько) меньше половины Plut.;<br /><b class="num">3)</b> муз. полутон, диез Plat. ap. Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (λείπω)
A remnant, residue, Phld.Herc.1251.6 (pl.), Plu.Nic.17, τοῦ παιδὸς τὰ λείμματα what was left of him, his remains, Hdt.1.119; so, of persons, LXX 4 Ki.19.4, Ep.Rom.11.5. 2 in Music, interval of 256 243 left over when two τόνοι of 9 8 are measured off from the διὰ τεσσάρων (4 3), Ptol.Harm.1.10, Gaud.Harm.13, 15, Adrast. ap. Theon.Sm.p.68 H., al., Procl.in Ti.2.168, 179 D.; misunderstood as the number 13 (256—243) by Plu.2.1017f, cf.Anon. ap. Theon.Sm.p.69 H. b in Rhythmic, the shortest pause, λ. ἐν ῥυθμῷ χρόνος κενὸς ἐλάχιστος Aristid.Quint.1.18. 3 in Medicine, intermission in fever, Steph.in Gal.1.268 D.(sg.and pl.). 4 deficiency, μὴ γενέσθαι μήτε δανεισμὸν μήτε λ. περὶ ταύτας τᾶς εἰσφορᾶς IG5(1).1432.9 (Messene, i B.C./i A.D.).
German (Pape)
[Seite 23] τό, das Uebriggelassene, Ueberbleibsel, Her. 1, 119; Plut. – Bei den Music. die kleinste Pause.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
reste, résidu.
Étymologie: λείπω.
English (Strong)
from λείπω; a remainder: remnant.
English (Thayer)
(WH λίμμα, see their Appendix, p. 154and cf. Iota), λείμματος, τό (λείπω), a remnant: Herodotus 1,119; Plutarch, de profect. in virtut. c. 5; for שְׁאֵרִית, 2 Kings 19:4.)
Greek Monotonic
λεῖμμα: -ατος, τό, = λείψανον, σε Πλούτ.· τοῦ παιδὸς τὰ λείμματα, ό,τι απέμεινε από αυτόν, απομεινάρια του, λείψανα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
λεῖμμα: ατος τό λείπω
1) оставшаяся часть, остаток Her., Plut.;
2) часть, (несколько) меньше половины Plut.;
3) муз. полутон, диез Plat. ap. Plut.