λεοντοφυής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεοντοφῠής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που έχει [[φύση]] λιονταριού, σε Ευρ.
|lsmtext='''λεοντοφῠής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που έχει [[φύση]] λιονταριού, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεοντοφῠής:''' львиный ([[ἄγρα]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 23:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντοφῠής Medium diacritics: λεοντοφυής Low diacritics: λεοντοφυής Capitals: ΛΕΟΝΤΟΦΥΗΣ
Transliteration A: leontophyḗs Transliteration B: leontophyēs Transliteration C: leontofyis Beta Code: leontofuh/s

English (LSJ)

ές,

   A of lion nature, ἄγρα E.Ba.1196 (lyr.); κυλίκιον . . ὦτα ἔχον -φυᾶ Roussel Cultes Egyptiens p.235 (Delos, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 29] ές, von Löwennatur, ἄγρα, Eur. Bacch. 1196.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντοφυής: -ές, ἔχων λέοντος φύσιν, Εὐρ. Βάκχ. 1196.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de la nature du lion.
Étymologie: λέων, φύω.

Greek Monolingual

λεοντοφυής, -ές (Α)
αυτός που έχει φύση λιονταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- -φυής (< φυή, , ή φύος, τὸ), πρβλ. μεγαλο-φυής, ταυρο-φυής].

Greek Monotonic

λεοντοφῠής: -ές (φυή), αυτός που έχει φύση λιονταριού, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λεοντοφῠής: львиный (ἄγρα Eur.).