λεοντέη: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεοντέη:''' συνηρ. [[λεοντῆ]], ποιητ. [[λειοντῆ]] (ενν. [[δορά]]), ἡ, [[δέρμα]] λιονταριού, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''λεοντέη:''' συνηρ. [[λεοντῆ]], ποιητ. [[λειοντῆ]] (ενν. [[δορά]]), ἡ, [[δέρμα]] λιονταριού, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεοντέη:''' стяж. [[λεοντῆ]] ἡ (sc. [[δορά]]) львиная шкура Her., Arph. etc.
}}
}}

Revision as of 23:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντέη Medium diacritics: λεοντέη Low diacritics: λεοντέη Capitals: ΛΕΟΝΤΕΗ
Transliteration A: leontéē Transliteration B: leonteē Transliteration C: leontei Beta Code: leonte/h

English (LSJ)

(fem. of λεόντεος), contr. λεοντ-ῆ (sc. δορά), ἡ,

   A lion's skin, Hdt.7.69, Ar.Ra.46, al., Pl.Cra.411a, Anaxandr.65: poet. λειοντῆ, APl.4.185:—also λεοντεία, Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 28] zsgzgn λεοντῆ, ἡ, sc. δορά, die Löwenhaut; Ar. Ran. 46; Her. 7, 69; Plat. Crat. 411 a.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντέη: συνῃρ. -ῆ (ἐξυπακουομ. τοῦ δορά), ἡ, δέρμα λέοντος, θηλ. τοῦ λεόντεος, Ἡρόδ. 7. 69, Ἀριστοφ. Βάτρ. 46, κ. ἀλλ., Πλάτ. Κρατ. 411Α· ποιητ. λειοντῆ, Ἀνθ. Πλαν. 185· ὡσαύτως λεοντεία, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

-ῆ, έης-ῆς (ἡ) :
s.e. δορά;
peau de lion.
Étymologie: λέων.

Greek Monolingual

λεοντέη, ἡ (Α)
βλ. λεοντή.

Greek Monotonic

λεοντέη: συνηρ. λεοντῆ, ποιητ. λειοντῆ (ενν. δορά), ἡ, δέρμα λιονταριού, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λεοντέη: стяж. λεοντῆ ἡ (sc. δορά) львиная шкура Her., Arph. etc.