κωδωνόκροτος: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κωδωνόκροτος:''' -ον, αυτός που κουδουνίζει, όπως με κουδούνια, σε Ευρ. | |lsmtext='''κωδωνόκροτος:''' -ον, αυτός που κουδουνίζει, όπως με κουδούνια, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κωδωνόκροτος:''' <b class="num">1)</b> звенящий своими колокольчиками ([[σάκος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> издающий звон, бряцающий (κόμποι Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of or with jingling bells, σάκος S.Fr.859 (lyr.); κ. κόμποι E.Rh.383 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1541] od. richtiger mit Ellendt κωδωνοκρότος, mit Glocken, Schellen tönend; σάκος, Soph. frg. 738, ein Schild, am Rande mit Schellen versehen, um dem Feinde Schrecken einzuflößen; κλύε καὶ κόμπους κωδωνοκρότους Eur. Rhes. 383, kann auch Trompetengeschmetter sein. Vgl. κώδων.
Greek (Liddell-Scott)
κωδωνόκροτος: -ον, κωδωνίζων, ἠχῶν ὡς εἰ εἶχε κώδωνας, σάκος Σοφ. Ἀποσπ. 738, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 386· κ. κόμποι Εὐρ. Ρῆσ. 384.
French (Bailly abrégé)
ος, ος;
qui fait un bruit de cloches ou de grelots.
Étymologie: κώδων, κροτέω.
Greek Monolingual
κωδωνόκροτος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί σαν να είχε κουδούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + -κροτος (πρβλ. φιλό-κροτος, χαλκό-κροτος)].
Greek Monotonic
κωδωνόκροτος: -ον, αυτός που κουδουνίζει, όπως με κουδούνια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κωδωνόκροτος: 1) звенящий своими колокольчиками (σάκος Soph.);
2) издающий звон, бряцающий (κόμποι Eur.).