λευκόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκόλοφος:''' ον, αυτός που έχει [[λευκό]] λόφο ή [[λοφίο]], σε Αριστοφ.· ως ουσ., <i>[[λευκό]]-λοφον</i>, <i>τό</i>, [[άσπρος]] [[λόφος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λευκόλοφος:''' ον, αυτός που έχει [[λευκό]] λόφο ή [[λοφίο]], σε Αριστοφ.· ως ουσ., <i>[[λευκό]]-λοφον</i>, <i>τό</i>, [[άσπρος]] [[λόφος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόλοφος:''' украшенный белым гребнем или султаном ([[τρυφάλεια]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόλοφος Medium diacritics: λευκόλοφος Low diacritics: λευκόλοφος Capitals: ΛΕΥΚΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: leukólophos Transliteration B: leukolophos Transliteration C: lefkolofos Beta Code: leuko/lofos

English (LSJ)

ον,

   A white-crested, Anacr.82, Ar.Ra.1016, Philet.4.    II τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον prob. on this white hill, AP 7.636 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 34] mit weißem Haar, oder Federbusch, τρυφάλεια Ar. Ran. 1016; Philet. 14; ποιηρὸν τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον, der weiße Hügel, Crinag. 39 (VII, 636).

Greek (Liddell-Scott)

λευκόλοφος: -ον, ἔχων λευκὸν λόφον ἢ λόφιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016, Φιλητ. 14· ― τοῦτ’ ἀνὰ λευκόλοφον, πιθ. ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τούτου λόφου, Ἀνθ. Π. 7. 636.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à aigrette blanche.
Étymologie: λευκός, λόφος.

Greek Monolingual

λευκόλοφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκό λοφίο («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ. λευκόλοφος
ο λευκός λόφος.

Greek Monotonic

λευκόλοφος: ον, αυτός που έχει λευκό λόφο ή λοφίο, σε Αριστοφ.· ως ουσ., λευκό-λοφον, τό, άσπρος λόφος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λευκόλοφος: украшенный белым гребнем или султаном (τρυφάλεια Arph.).