ληΐδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ληΐδιος:''' -α, -ον (ληΐς), αυτός που συλλαμβάνεται σαν [[λεία]], [[αιχμάλωτος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ληΐδιος:''' -α, -ον (ληΐς), αυτός που συλλαμβάνεται σαν [[λεία]], [[αιχμάλωτος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ληΐδιος:''' захваченный в плен, плененный ([[Ἑλλάς]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 23:35, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληΐδιος Medium diacritics: ληΐδιος Low diacritics: ληΐδιος Capitals: ΛΗΪΔΙΟΣ
Transliteration A: lēḯdios Transliteration B: lēidios Transliteration C: liidios Beta Code: lhi/+dios

English (LSJ)

α, ον, (ληΐς)

   A taken as booty, captive, AP6.20 (Jul.Aegypt.), APl.4.203 (Id.), Tryph.679.

German (Pape)

[Seite 38] erbeutet, kriegsgefangen, χεῖρες, Iul. Aeg. 12 (Plan. 203), vgl. id. 3 (VI, 20).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
emmené comme butin ; captif.
Étymologie: ληΐη.

Greek Monotonic

ληΐδιος: -α, -ον (ληΐς), αυτός που συλλαμβάνεται σαν λεία, αιχμάλωτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ληΐδιος: захваченный в плен, плененный (Ἑλλάς Anth.).