λιθηλογής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐθηλογής:''' -ές ([[λέγω]] Β), οικοδομημένος από [[πέτρα]], [[λιθόκτιστος]], πετρόκτιστος, σε Ανθ.
|lsmtext='''λῐθηλογής:''' -ές ([[λέγω]] Β), οικοδομημένος από [[πέτρα]], [[λιθόκτιστος]], πετρόκτιστος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθηλογής:''' [[λέγω]] II] сложенный из камней (ἱδρύσιες Anth.).
}}
}}

Revision as of 23:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθηλογής Medium diacritics: λιθηλογής Low diacritics: λιθηλογής Capitals: ΛΙΘΗΛΟΓΗΣ
Transliteration A: lithēlogḗs Transliteration B: lithēlogēs Transliteration C: lithilogis Beta Code: liqhlogh/s

English (LSJ)

ές, (λέγω (B) 1)

   A built of stones, AP6.253 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 44] ές, von gesammelten Steinen, ἱδρύσιες Ἑρμέω, Crinag. 7 (VI, 253).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθηλογής: -ες, (λέγω) ᾠκοδομημένος ἐκ λίθων, Ἀνθ. Π. 6. 253.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fait de pierres amassées.
Étymologie: λίθος, λέγω².

Greek Monolingual

λιθηλογής, -ές (Α)
οικοδομημένος με λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + λέγω «συλλέγω»].

Greek Monotonic

λῐθηλογής: -ές (λέγω Β), οικοδομημένος από πέτρα, λιθόκτιστος, πετρόκτιστος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθηλογής: λέγω II] сложенный из камней (ἱδρύσιες Anth.).