λινοθήρας: Difference between revisions
From LSJ
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐνοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που χρησιμοποιεί δίχτυα, παγίδες για θηράματα, σε Ανθ. | |lsmtext='''λῐνοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που χρησιμοποιεί δίχτυα, παγίδες για θηράματα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐνοθήρᾱς:''' ου ὁ охотящийся с сетями, зверолов Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who uses nets or snares, AP7.172tit.
German (Pape)
[Seite 49] ὁ, der Jäger mit den Netzen od. Garnen, in der Ueberschrift des Epigr. Ant. Sid. 105 (VII, 172).
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων διὰ θηρευτικῶν δικτύων, Ἀνθ. Π. 7. 172.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chasseur au filet.
Étymologie: λίνον, θηράω.
Greek Monolingual
λινοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά με λινά δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο-θήρας, χρυσο-θήρας].
Greek Monotonic
λῐνοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που χρησιμοποιεί δίχτυα, παγίδες για θηράματα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῐνοθήρᾱς: ου ὁ охотящийся с сетями, зверолов Anth.