μαζίσκη: Difference between revisions
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαζίσκη:''' ἡ, υποκορ. του [[μᾶζα]], [[γλύκισμα]] από [[κριθάρι]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''μαζίσκη:''' ἡ, υποκορ. του [[μᾶζα]], [[γλύκισμα]] από [[κριθάρι]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαζίσκη:''' ἡ лепешка Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, = foreg.,
A barley-scone, Ar.Eq.1105, 1166.
Greek (Liddell-Scott)
μαζίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ μᾶζα, μικρὸν ζυμαρικὸν ἐκ κριθίνου ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1105, 1166.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
galette d’orge.
Étymologie: μᾶζα.
Greek Monolingual
μαζίσκη, ἡ (ΑM) μᾱζα
μσν.
μικρή μάζα, μικρός σβώλος
αρχ.
μικρό ζυμαρικό από κριθαρένιο αλεύρι.
Greek Monotonic
μαζίσκη: ἡ, υποκορ. του μᾶζα, γλύκισμα από κριθάρι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μαζίσκη: ἡ лепешка Arph.