μαρμαρωπός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαρμᾰρωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια, σε Ευρ. | |lsmtext='''μαρμᾰρωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαρμᾱρωπός:''' с горящими глазами, со сверкающим взором ([[λύσσα]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A with sparkling eyes, Λύσσα E.HF884 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
μαρμᾰρωπός: -όν, ἔχων μαρμαίροντας, ἀκτινοβολοῦντας ὀφθαλμούς, Λύσσα Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 883.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le regard ou l’aspect pétrifie.
Étymologie: μάρμαρος, ὤψ.
Greek Monolingual
μαρμαρωπός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει ακτινοβόλα, λαμπερά μάτια («Λύσσα μαρμαρωπός», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -ωπός (ὤψ, ὠπός «μάτι, όψη»), πρβλ. αρρεν-ωπός σκυθρ-ωπός].
Greek Monotonic
μαρμᾰρωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μαρμᾱρωπός: с горящими глазами, со сверкающим взором (λύσσα Eur.).