μεγαλοσχήμων: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεγᾰλοσχήμων:''' -ον ([[σχῆμα]]), [[μεγαλοπρεπής]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μεγᾰλοσχήμων:''' -ον ([[σχῆμα]]), [[μεγαλοπρεπής]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγᾰλοσχήμων:''' 2, gen. ονος великий, величавый (μ. καὶ ἀρχαιοπρεπὴς [[τιμή]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A magnificent, A.Pr.408 (lyr.):—also μεγᾰλό-σχημος, ον, bulky, of particles, Thphr. CP6.1.6.
German (Pape)
[Seite 107] ον, = Vorigem, τιμή, Aesch. Prom. 406.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοσχήμων: -ον, μεγαλοπρεπής, Αἰσχύλ. Πρ. 409. ὡσαύτως -σχημος, ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 1, 6. ΙΙ. μεγαλόσχημοι ἢ -σχήμονες, οἱ, μοναχοὶ οἱ ἀφικόμενοι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, καὶ οἱ φοροῦντες τὸ μέγα σχῆμα, Στουδ. 1753D, Εὐστ. Πονημ. 216. 12, κτλ.· καὶ μεγαλοσχημοσύνη, ἡ, ὁ ὕψιστος οὗτος μοναχικὸς βαθμός, αὐτόθι 61.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui a grand air, magnifique.
Étymologie: μέγας, σχῆμα.
Greek Monolingual
-ον (Α μεγαλοσχήμων, -ον)
(για μοναχό) μεγαλόσχημος
αρχ.
μεγαλοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ-σχήμων].
Greek Monotonic
μεγᾰλοσχήμων: -ον (σχῆμα), μεγαλοπρεπής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοσχήμων: 2, gen. ονος великий, величавый (μ. καὶ ἀρχαιοπρεπὴς τιμή Aesch.).